- σφαιρομάχος
- ὁ, Ααθλητής που αγωνιζόταν σε πυγμαχικό αγώνα με σφαίρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ξιφο-μάχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαιρομάχος — one who spars with the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαιρομάχια — τὰ, Α [σφαιρομάχος] είδος παιχνιδιού στη Σπάρτη … Dictionary of Greek
σφαιρομαχία — ἡ, Α [σφαιρομάχος] πυγμαχικός αγώνας που γινόταν με σφαίρες … Dictionary of Greek
σφαιρομαχώ — έω, Α [σφαιρομάχος] αγωνίζομαι σε πυγμαχικό αγώνα με σφαίρες … Dictionary of Greek